αντιαλκοολικός

αντιαλκοολικός
-ή, -ό
ο στρεφόμενος κατά του αλκοολισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + αλκοολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις, στη φρ. «αντιαλκοολική διδασκαλία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιαλκοολικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τον αλκοολισμό: Μερικά κράτη άρχισαν να παίρνουν αντιαλκοολικά μέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”